κοσμοπολίτῃ

κοσμοπολίτῃ
κοσμοπολίτης
citizen of the world
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοσμοπολίτικος — η, ο και κοσμοπολιτικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοσμοπολιτισμό ή στον κοσμοπολίτη 2. αυτός που συνηθίζεται σε όλα τα μέρη τού κόσμου («κοσμοπολίτικα έθιμα») 3. φρ. α) «κοσμοπολίτικη ζωή» ζωή προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειες… …   Dictionary of Greek

  • κοσμοπολιτισμός — ο 1. διδασκαλία τών Στωικών τής αρχαιότητας που προέβαλλαν την ιδέα τού κοσμοπολίτη, θεωρώντας τους εαυτούς τους πολίτες όλου τού κόσμου 2. τρόπος σκέψης και ζωής εκείνου που ζει διαδοχικά σε διάφορες χώρες και δεν είναι προσηλωμένος σε κανέναν… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Νταρίο, Ρουμπέν — (Ruben Dario, Μετάπα 1867 – Λεόν 1916). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Νικαραγουανού ποιητή Felix Ruben Garcia Sasmiento. Κυριότερος εκπρόσωπος του ισπανο αμερικανικού και ισπανικού μοντερνισμού έως το 1885 έζησε στη χώρα του, όπου είχε γίνει γνωστός… …   Dictionary of Greek

  • Οφίλς, Μαξ — (Max Ophuls, Σααρμπρύκεν 1902 – Αμβούργο 1957). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του γερμανικής καταγωγής σκηνοθέτη του κινηματογράφου και του θεάτρου Μαξ Οπενχάιμερ (Max Oppenheimer). Τυπική μορφή κοσμοπολίτη, ο Ο. εργάστηκε στη Γερμανία, στην Αυστρία,… …   Dictionary of Greek

  • Τζέιμς, Χένρι — (James, Νέα Υόρκη 1843 – Λονδίνο 1916). Αμερικανός συγγραφέας, αδελφός του φιλόσοφου Γουίλιαμ Τζέιμς. Η περιουσία που είχε συγκεντρώσει ο παππούς από τον πατέρα του, ιρλανδικής καταγωγής, του επέτρεψε άνετη ζωή. Σπούδασε στην Ευρώπη όπου έμεινε… …   Dictionary of Greek

  • κοσμοπολίτικος — ή, ό επίρρ. α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοσμοπολίτη. 2. κοσμοπολίτης: Αυτός είναι κοσμοπολίτικος. 3. αυτός που μπορεί να ζήσει σε όλα τα μέρη του κόσμου: Αυτά είναι κοσμοπολίτικα φυτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσμοπολιτισμός — ο η διεθνιστική θεωρία του κοσμοπολίτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”